καρφίτης

καρφίτης
καρφ-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ,
A built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρφίτης — καρφίτης, ὁ (Α) ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» η χελιδονοφωλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λογχ ίτης, μελιτ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • καρφίτην — καρφίτης built of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”